Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χόανον — και χῶνον, τὸ, Α χοάνη, χωνευτήριο για τήξη μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χοάνη /χώνη με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
χώνον — τὸ, Α βλ. χόανον … Dictionary of Greek